Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοή
βοηγενής
βοήγια
βοηγοί
βοηδόν
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
βοηδρομίη
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθαρχος
βοήθεια
βοηθέω
βοήθημα
βοηθήσιμος
βοήθησις
βοηθητέον
βοηθητικός
Βοηθοΐδης
βοηθόος
βοηθός
View word page
βοήθαρχος
captain of auxiliaries

ShortDef

captain of auxiliaries

Debugging

Headword:
βοήθαρχος
Headword (normalized):
βοήθαρχος
Headword (normalized/stripped):
βοηθαρχος
IDX:
17419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17420
Key:

Data

{'content': 'captain of auxiliaries'}