Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοεύς
βοή
βοηγενής
βοήγια
βοηγοί
βοηδόν
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
βοηδρομίη
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθαρχος
βοήθεια
βοηθέω
βοήθημα
βοηθήσιμος
βοήθησις
βοηθητέον
βοηθητικός
Βοηθοΐδης
βοηθόος
View word page
βοηδρόμος
running to a cry for aid, giving succour, a helper
ShortDef
running to a cry for aid, giving succour, a helper
Debugging
Headword:
βοηδρόμος
Headword (normalized):
βοηδρόμος
Headword (normalized/stripped):
βοηδρομος
IDX:
17418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17419
Key:
Data
{'content': 'running to a cry for aid, giving succour, a helper'}