Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βόεος
βοεύς
βοή
βοηγενής
βοήγια
βοηγοί
βοηδόν
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
βοηδρομίη
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθαρχος
βοήθεια
βοηθέω
βοήθημα
βοηθήσιμος
βοήθησις
βοηθητέον
βοηθητικός
Βοηθοΐδης
View word page
Βοηδρομιών
Boedromion, the third Attic month

ShortDef

Boedromion, the third Attic month

Debugging

Headword:
Βοηδρομιών
Headword (normalized):
βοηδρομιών
Headword (normalized/stripped):
βοηδρομιων
IDX:
17417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17418
Key:

Data

{'content': 'Boedromion, the third Attic month'}