Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βόειος
βόεος
βοεύς
βοή
βοηγενής
βοήγια
βοηγοί
βοηδόν
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
βοηδρομίη
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθαρχος
βοήθεια
βοηθέω
βοήθημα
βοηθήσιμος
βοήθησις
βοηθητέον
βοηθητικός
View word page
βοηδρομίη
helping, aiding
ShortDef
helping, aiding
Debugging
Headword:
βοηδρομίη
Headword (normalized):
βοηδρομίη
Headword (normalized/stripped):
βοηδρομιη
IDX:
17416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17417
Key:
Data
{'content': 'helping, aiding'}