Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοείη
βοεικός
βόειος
βόεος
βοεύς
βοή
βοηγενής
βοήγια
βοηγοί
βοηδόν
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
βοηδρομίη
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθαρχος
βοήθεια
βοηθέω
βοήθημα
βοηθήσιμος
βοήθησις
View word page
βοηδρομέω
to run to a cry for aid, haste to help

ShortDef

to run to a cry for aid, haste to help

Debugging

Headword:
βοηδρομέω
Headword (normalized):
βοηδρομέω
Headword (normalized/stripped):
βοηδρομεω
IDX:
17414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17415
Key:

Data

{'content': 'to run to a cry for aid, haste to help'}