Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοάω
βοείη
βοεικός
βόειος
βόεος
βοεύς
βοή
βοηγενής
βοήγια
βοηγοί
βοηδόν
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
βοηδρομίη
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθαρχος
βοήθεια
βοηθέω
βοήθημα
βοηθήσιμος
View word page
βοηδόν
like oxen
ShortDef
like oxen
Debugging
Headword:
βοηδόν
Headword (normalized):
βοηδόν
Headword (normalized/stripped):
βοηδον
IDX:
17413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17414
Key:
Data
{'content': 'like oxen'}