Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοαρμία
βόαρχος
βόαυλος
βοάω
βοείη
βοεικός
βόειος
βόεος
βοεύς
βοή
βοηγενής
βοήγια
βοηγοί
βοηδόν
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
βοηδρομίη
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθαρχος
βοήθεια
View word page
βοηγενής
born of an ox
ShortDef
born of an ox
Debugging
Headword:
βοηγενής
Headword (normalized):
βοηγενής
Headword (normalized/stripped):
βοηγενης
IDX:
17410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17411
Key:
Data
{'content': 'born of an ox'}