Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοάριος
βοαρμία
βόαρχος
βόαυλος
βοάω
βοείη
βοεικός
βόειος
βόεος
βοεύς
βοή
βοηγενής
βοήγια
βοηγοί
βοηδόν
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
βοηδρομίη
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
βοήθαρχος
View word page
βοή
a loud cry, shout
ShortDef
a loud cry, shout
Debugging
Headword:
βοή
Headword (normalized):
βοή
Headword (normalized/stripped):
βοη
IDX:
17409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17410
Key:
Data
{'content': 'a loud cry, shout'}