Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βόαξ
βοάριος
βοαρμία
βόαρχος
βόαυλος
βοάω
βοείη
βοεικός
βόειος
βόεος
βοεύς
βοή
βοηγενής
βοήγια
βοηγοί
βοηδόν
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
βοηδρομίη
Βοηδρομιών
βοηδρόμος
View word page
βοεύς
a rope of ox-hide
ShortDef
a rope of ox-hide
Debugging
Headword:
βοεύς
Headword (normalized):
βοεύς
Headword (normalized/stripped):
βοευς
IDX:
17408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17409
Key:
Data
{'content': 'a rope of ox-hide'}