Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοάνθρωπος
βόαξ
βοάριος
βοαρμία
βόαρχος
βόαυλος
βοάω
βοείη
βοεικός
βόειος
βόεος
βοεύς
βοή
βοηγενής
βοήγια
βοηγοί
βοηδόν
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
βοηδρομίη
Βοηδρομιών
View word page
βόεος
of oxen
ShortDef
of oxen
Debugging
Headword:
βόεος
Headword (normalized):
βόεος
Headword (normalized/stripped):
βοεος
IDX:
17407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17408
Key:
Data
{'content': 'of oxen'}