Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοαθοέω
βόαμα
βοάνθρωπος
βόαξ
βοάριος
βοαρμία
βόαρχος
βόαυλος
βοάω
βοείη
βοεικός
βόειος
βόεος
βοεύς
βοή
βοηγενής
βοήγια
βοηγοί
βοηδόν
βοηδρομέω
Βοηδρόμια
View word page
βοεικός
of or for oxen
ShortDef
of or for oxen
Debugging
Headword:
βοεικός
Headword (normalized):
βοεικός
Headword (normalized/stripped):
βοεικος
IDX:
17405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17406
Key:
Data
{'content': 'of or for oxen'}