Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βοάγριος
βόαγρος
βοαθοέω
βόαμα
βοάνθρωπος
βόαξ
βοάριος
βοαρμία
βόαρχος
βόαυλος
βοάω
βοείη
βοεικός
βόειος
βόεος
βοεύς
βοή
βοηγενής
βοήγια
βοηγοί
βοηδόν
View word page
βοάω
to cry aloud, to shout

ShortDef

to cry aloud, to shout

Debugging

Headword:
βοάω
Headword (normalized):
βοάω
Headword (normalized/stripped):
βοαω
IDX:
17403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17404
Key:

Data

{'content': 'to cry aloud, to shout'}