Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βοάγριον
Βοάγριος
βόαγρος
βοαθοέω
βόαμα
βοάνθρωπος
βόαξ
βοάριος
βοαρμία
βόαρχος
βόαυλος
βοάω
βοείη
βοεικός
βόειος
βόεος
βοεύς
βοή
βοηγενής
βοήγια
βοηγοί
View word page
βόαυλος
an ox-stall
ShortDef
an ox-stall
Debugging
Headword:
βόαυλος
Headword (normalized):
βόαυλος
Headword (normalized/stripped):
βοαυλος
IDX:
17402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17403
Key:
Data
{'content': 'an ox-stall'}