Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοά
βοάγριον
Βοάγριος
βόαγρος
βοαθοέω
βόαμα
βοάνθρωπος
βόαξ
βοάριος
βοαρμία
βόαρχος
βόαυλος
βοάω
βοείη
βοεικός
βόειος
βόεος
βοεύς
βοή
βοηγενής
βοήγια
View word page
βόαρχος
beginning with an ox

ShortDef

beginning with an ox

Debugging

Headword:
βόαρχος
Headword (normalized):
βόαρχος
Headword (normalized/stripped):
βοαρχος
IDX:
17401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17402
Key:

Data

{'content': 'beginning with an ox'}