Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βλωθρός
βλωμός
βλωρός
βλῶσις
βλώσκω
βόα
βοά
βοάγριον
Βοάγριος
βόαγρος
βοαθοέω
βόαμα
βοάνθρωπος
βόαξ
βοάριος
βοαρμία
βόαρχος
βόαυλος
βοάω
βοείη
βοεικός
View word page
βοαθοέω
help

ShortDef

help

Debugging

Headword:
βοαθοέω
Headword (normalized):
βοαθοέω
Headword (normalized/stripped):
βοαθοεω
IDX:
17395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17396
Key:

Data

{'content': 'help'}