Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βλοσυρόφρων
βλοσυρῶπις
βλύζω
βλύσις
βλωθρός
βλωμός
βλωρός
βλῶσις
βλώσκω
βόα
βοά
βοάγριον
Βοάγριος
βόαγρος
βοαθοέω
βόαμα
βοάνθρωπος
βόαξ
βοάριος
βοαρμία
βόαρχος
View word page
βοά
shout, cry

ShortDef

shout, cry

Debugging

Headword:
βοά
Headword (normalized):
βοά
Headword (normalized/stripped):
βοα
IDX:
17391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17392
Key:

Data

{'content': 'shout, cry'}