Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βλοσυρός
βλοσυρότης
βλοσυρόφρων
βλοσυρῶπις
βλύζω
βλύσις
βλωθρός
βλωμός
βλωρός
βλῶσις
βλώσκω
βόα
βοά
βοάγριον
Βοάγριος
βόαγρος
βοαθοέω
βόαμα
βοάνθρωπος
βόαξ
βοάριος
View word page
βλώσκω
to go
ShortDef
to go
Debugging
Headword:
βλώσκω
Headword (normalized):
βλώσκω
Headword (normalized/stripped):
βλωσκω
IDX:
17389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17390
Key:
Data
{'content': 'to go'}