Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄθλημα
ἄθλησις
ἀθλητέον
ἀθλητής
ἀθλητικός
ἀθλιβής
ἀθλιόομαι
ἀθλιοποιός
ἄθλιος
ἀθλιότης
ἄθλιπτος
ἀθλοθεσία
ἀθλοθετέω
ἀθλοθέτης
ἆθλον
ἆθλος
ἀθλοφόρος
Ἀθμονεύς
ἄθολος
ἀθόλωτος
ἄθορος
View word page
ἄθλιπτος
not oppressed

ShortDef

not oppressed

Debugging

Headword:
ἄθλιπτος
Headword (normalized):
ἄθλιπτος
Headword (normalized/stripped):
αθλιπτος
IDX:
1738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1739
Key:

Data

{'content': 'not oppressed'}