Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βλιτυρίζομαι
βλιχανώδης
βλιχώδης
βλοσυρόμματος
βλοσυρός
βλοσυρότης
βλοσυρόφρων
βλοσυρῶπις
βλύζω
βλύσις
βλωθρός
βλωμός
βλωρός
βλῶσις
βλώσκω
βόα
βοά
βοάγριον
Βοάγριος
βόαγρος
βοαθοέω
View word page
βλωθρός
tall, stately
ShortDef
tall, stately
Debugging
Headword:
βλωθρός
Headword (normalized):
βλωθρός
Headword (normalized/stripped):
βλωθρος
IDX:
17385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17386
Key:
Data
{'content': 'tall, stately'}