Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βλίτον
βλίττω
βλίτυρι
βλιτυρίζομαι
βλιχανώδης
βλιχώδης
βλοσυρόμματος
βλοσυρός
βλοσυρότης
βλοσυρόφρων
βλοσυρῶπις
βλύζω
βλύσις
βλωθρός
βλωμός
βλωρός
βλῶσις
βλώσκω
βόα
βοά
βοάγριον
View word page
βλοσυρῶπις
grim-looking

ShortDef

grim-looking

Debugging

Headword:
βλοσυρῶπις
Headword (normalized):
βλοσυρῶπις
Headword (normalized/stripped):
βλοσυρωπις
IDX:
17382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17383
Key:

Data

{'content': 'grim-looking'}