Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βλιστηρίς
βλιτάς
βλιτομάμμας
βλίτον
βλίττω
βλίτυρι
βλιτυρίζομαι
βλιχανώδης
βλιχώδης
βλοσυρόμματος
βλοσυρός
βλοσυρότης
βλοσυρόφρων
βλοσυρῶπις
βλύζω
βλύσις
βλωθρός
βλωμός
βλωρός
βλῶσις
βλώσκω
View word page
βλοσυρός
grim, fierce
ShortDef
grim, fierce
Debugging
Headword:
βλοσυρός
Headword (normalized):
βλοσυρός
Headword (normalized/stripped):
βλοσυρος
IDX:
17379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17380
Key:
Data
{'content': 'grim, fierce'}