Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀθλέω
ἄθλημα
ἄθλησις
ἀθλητέον
ἀθλητής
ἀθλητικός
ἀθλιβής
ἀθλιόομαι
ἀθλιοποιός
ἄθλιος
ἀθλιότης
ἄθλιπτος
ἀθλοθεσία
ἀθλοθετέω
ἀθλοθέτης
ἆθλον
ἆθλος
ἀθλοφόρος
Ἀθμονεύς
ἄθολος
ἀθόλωτος
View word page
ἀθλιότης
suffering, wretchedness

ShortDef

suffering, wretchedness

Debugging

Headword:
ἀθλιότης
Headword (normalized):
ἀθλιότης
Headword (normalized/stripped):
αθλιοτης
IDX:
1737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1738
Key:

Data

{'content': 'suffering, wretchedness'}