Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βλίμασις
βλιστηρίς
βλιτάς
βλιτομάμμας
βλίτον
βλίττω
βλίτυρι
βλιτυρίζομαι
βλιχανώδης
βλιχώδης
βλοσυρόμματος
βλοσυρός
βλοσυρότης
βλοσυρόφρων
βλοσυρῶπις
βλύζω
βλύσις
βλωθρός
βλωμός
βλωρός
βλῶσις
View word page
βλοσυρόμματος
grim-eyed
ShortDef
grim-eyed
Debugging
Headword:
βλοσυρόμματος
Headword (normalized):
βλοσυρόμματος
Headword (normalized/stripped):
βλοσυρομματος
IDX:
17378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17379
Key:
Data
{'content': 'grim-eyed'}