Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βλῆχνον
βληχρός
βληχώδης
βλήχων
βληχωνίας
βλιαρόν
βλιμάζω
βλίμασις
βλιστηρίς
βλιτάς
βλιτομάμμας
βλίτον
βλίττω
βλίτυρι
βλιτυρίζομαι
βλιχανώδης
βλιχώδης
βλοσυρόμματος
βλοσυρός
βλοσυρότης
βλοσυρόφρων
View word page
βλιτομάμμας
a booby

ShortDef

a booby

Debugging

Headword:
βλιτομάμμας
Headword (normalized):
βλιτομάμμας
Headword (normalized/stripped):
βλιτομαμμας
IDX:
17371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17372
Key:

Data

{'content': 'a booby'}