Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βληχή
βληχητά
βλῆχνον
βληχρός
βληχώδης
βλήχων
βληχωνίας
βλιαρόν
βλιμάζω
βλίμασις
βλιστηρίς
βλιτάς
βλιτομάμμας
βλίτον
βλίττω
βλίτυρι
βλιτυρίζομαι
βλιχανώδης
βλιχώδης
βλοσυρόμματος
βλοσυρός
View word page
βλιστηρίς
honey-taking
ShortDef
honey-taking
Debugging
Headword:
βλιστηρίς
Headword (normalized):
βλιστηρίς
Headword (normalized/stripped):
βλιστηρις
IDX:
17369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17370
Key:
Data
{'content': 'honey-taking'}