Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀθλεύω
ἀθλέω
ἄθλημα
ἄθλησις
ἀθλητέον
ἀθλητής
ἀθλητικός
ἀθλιβής
ἀθλιόομαι
ἀθλιοποιός
ἄθλιος
ἀθλιότης
ἄθλιπτος
ἀθλοθεσία
ἀθλοθετέω
ἀθλοθέτης
ἆθλον
ἆθλος
ἀθλοφόρος
Ἀθμονεύς
ἄθολος
View word page
ἄθλιος
winning the prize, struggling, wretched

ShortDef

winning the prize, struggling, wretched

Debugging

Headword:
ἄθλιος
Headword (normalized):
ἄθλιος
Headword (normalized/stripped):
αθλιος
IDX:
1736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1737
Key:

Data

{'content': 'winning the prize, struggling, wretched'}