Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βληχάομαι
βληχάς
βληχή
βληχητά
βλῆχνον
βληχρός
βληχώδης
βλήχων
βληχωνίας
βλιαρόν
βλιμάζω
βλίμασις
βλιστηρίς
βλιτάς
βλιτομάμμας
βλίτον
βλίττω
βλίτυρι
βλιτυρίζομαι
βλιχανώδης
βλιχώδης
View word page
βλιμάζω
feel

ShortDef

feel

Debugging

Headword:
βλιμάζω
Headword (normalized):
βλιμάζω
Headword (normalized/stripped):
βλιμαζω
IDX:
17367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17368
Key:

Data

{'content': 'feel'}