Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βλητέον
βλητικόν
βλητός
βλῆτρον
βληχάομαι
βληχάς
βληχή
βληχητά
βλῆχνον
βληχρός
βληχώδης
βλήχων
βληχωνίας
βλιαρόν
βλιμάζω
βλίμασις
βλιστηρίς
βλιτάς
βλιτομάμμας
βλίτον
βλίττω
View word page
βληχώδης
bleating, sheepish

ShortDef

bleating, sheepish

Debugging

Headword:
βληχώδης
Headword (normalized):
βληχώδης
Headword (normalized/stripped):
βληχωδης
IDX:
17363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17364
Key:

Data

{'content': 'bleating, sheepish'}