Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βλήτειρα
βλητέον
βλητικόν
βλητός
βλῆτρον
βληχάομαι
βληχάς
βληχή
βληχητά
βλῆχνον
βληχρός
βληχώδης
βλήχων
βληχωνίας
βλιαρόν
βλιμάζω
βλίμασις
βλιστηρίς
βλιτάς
βλιτομάμμας
βλίτον
View word page
βληχρός
weak, faint, slight

ShortDef

weak, faint, slight

Debugging

Headword:
βληχρός
Headword (normalized):
βληχρός
Headword (normalized/stripped):
βληχρος
IDX:
17362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17363
Key:

Data

{'content': 'weak, faint, slight'}