Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βληστρισμός
βλήτειρα
βλητέον
βλητικόν
βλητός
βλῆτρον
βληχάομαι
βληχάς
βληχή
βληχητά
βλῆχνον
βληχρός
βληχώδης
βλήχων
βληχωνίας
βλιαρόν
βλιμάζω
βλίμασις
βλιστηρίς
βλιτάς
βλιτομάμμας
View word page
βλῆχνον
male fern, Aspidium Filix-mas
ShortDef
male fern, Aspidium Filix-mas
Debugging
Headword:
βλῆχνον
Headword (normalized):
βλῆχνον
Headword (normalized/stripped):
βληχνον
IDX:
17361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17362
Key:
Data
{'content': 'male fern, Aspidium Filix-mas'}