Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βλής
βληστρίζω
βληστρισμός
βλήτειρα
βλητέον
βλητικόν
βλητός
βλῆτρον
βληχάομαι
βληχάς
βληχή
βληχητά
βλῆχνον
βληχρός
βληχώδης
βλήχων
βληχωνίας
βλιαρόν
βλιμάζω
βλίμασις
βλιστηρίς
View word page
βληχή
a bleating
ShortDef
a bleating
Debugging
Headword:
βληχή
Headword (normalized):
βληχή
Headword (normalized/stripped):
βληχη
IDX:
17359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17360
Key:
Data
{'content': 'a bleating'}