Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄθλαστος
ἀθλεύω
ἀθλέω
ἄθλημα
ἄθλησις
ἀθλητέον
ἀθλητής
ἀθλητικός
ἀθλιβής
ἀθλιόομαι
ἀθλιοποιός
ἄθλιος
ἀθλιότης
ἄθλιπτος
ἀθλοθεσία
ἀθλοθετέω
ἀθλοθέτης
ἆθλον
ἆθλος
ἀθλοφόρος
Ἀθμονεύς
View word page
ἀθλιοποιός
creating misery

ShortDef

creating misery

Debugging

Headword:
ἀθλιοποιός
Headword (normalized):
ἀθλιοποιός
Headword (normalized/stripped):
αθλιοποιος
IDX:
1735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1736
Key:

Data

{'content': 'creating misery'}