Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βλήδην
βλῆμα
βλής
βληστρίζω
βληστρισμός
βλήτειρα
βλητέον
βλητικόν
βλητός
βλῆτρον
βληχάομαι
βληχάς
βληχή
βληχητά
βλῆχνον
βληχρός
βληχώδης
βλήχων
βληχωνίας
βλιαρόν
βλιμάζω
View word page
βληχάομαι
to bleat
ShortDef
to bleat
Debugging
Headword:
βληχάομαι
Headword (normalized):
βληχάομαι
Headword (normalized/stripped):
βληχαομαι
IDX:
17357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17358
Key:
Data
{'content': 'to bleat'}