Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βλεφαρῖτις
βλεφαροκάτοχος
βλέφαρον
βλεφαρόξυστον
βλεφαροσπάξ
βλεψίας
βλέψις
βλήδην
βλῆμα
βλής
βληστρίζω
βληστρισμός
βλήτειρα
βλητέον
βλητικόν
βλητός
βλῆτρον
βληχάομαι
βληχάς
βληχή
βληχητά
View word page
βληστρίζω
toss about
ShortDef
toss about
Debugging
Headword:
βληστρίζω
Headword (normalized):
βληστρίζω
Headword (normalized/stripped):
βληστριζω
IDX:
17350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17351
Key:
Data
{'content': 'toss about'}