Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄθικτος
ἄθλαστος
ἀθλεύω
ἀθλέω
ἄθλημα
ἄθλησις
ἀθλητέον
ἀθλητής
ἀθλητικός
ἀθλιβής
ἀθλιόομαι
ἀθλιοποιός
ἄθλιος
ἀθλιότης
ἄθλιπτος
ἀθλοθεσία
ἀθλοθετέω
ἀθλοθέτης
ἆθλον
ἆθλος
ἀθλοφόρος
View word page
ἀθλιόομαι
to be made miserable

ShortDef

to be made miserable

Debugging

Headword:
ἀθλιόομαι
Headword (normalized):
ἀθλιόομαι
Headword (normalized/stripped):
αθλιοομαι
IDX:
1734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1735
Key:

Data

{'content': 'to be made miserable'}