Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βλέπω
βλεφαρίζω
βλεφαρικός
βλεφαρίς
βλεφαρῖτις
βλεφαροκάτοχος
βλέφαρον
βλεφαρόξυστον
βλεφαροσπάξ
βλεψίας
βλέψις
βλήδην
βλῆμα
βλής
βληστρίζω
βληστρισμός
βλήτειρα
βλητέον
βλητικόν
βλητός
βλῆτρον
View word page
βλέψις
sight

ShortDef

sight

Debugging

Headword:
βλέψις
Headword (normalized):
βλέψις
Headword (normalized/stripped):
βλεψις
IDX:
17346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17347
Key:

Data

{'content': 'sight'}