Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βλεπτέον
βλεπτικός
βλεπτός
βλέπω
βλεφαρίζω
βλεφαρικός
βλεφαρίς
βλεφαρῖτις
βλεφαροκάτοχος
βλέφαρον
βλεφαρόξυστον
βλεφαροσπάξ
βλεψίας
βλέψις
βλήδην
βλῆμα
βλής
βληστρίζω
βληστρισμός
βλήτειρα
βλητέον
View word page
βλεφαρόξυστον
an instrument for trimming the eyelids

ShortDef

an instrument for trimming the eyelids

Debugging

Headword:
βλεφαρόξυστον
Headword (normalized):
βλεφαρόξυστον
Headword (normalized/stripped):
βλεφαροξυστον
IDX:
17343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17344
Key:

Data

{'content': 'an instrument for trimming the eyelids'}