Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βλέπος
βλεπτέον
βλεπτικός
βλεπτός
βλέπω
βλεφαρίζω
βλεφαρικός
βλεφαρίς
βλεφαρῖτις
βλεφαροκάτοχος
βλέφαρον
βλεφαρόξυστον
βλεφαροσπάξ
βλεψίας
βλέψις
βλήδην
βλῆμα
βλής
βληστρίζω
βληστρισμός
βλήτειρα
View word page
βλέφαρον
mostly in pl. the eyelids
ShortDef
mostly in pl. the eyelids
Debugging
Headword:
βλέφαρον
Headword (normalized):
βλέφαρον
Headword (normalized/stripped):
βλεφαρον
IDX:
17342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17343
Key:
Data
{'content': 'mostly in pl. the eyelids'}