Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βλεννώδης
βλεπεδαίμων
βλέπησις
βλέπος
βλεπτέον
βλεπτικός
βλεπτός
βλέπω
βλεφαρίζω
βλεφαρικός
βλεφαρίς
βλεφαρῖτις
βλεφαροκάτοχος
βλέφαρον
βλεφαρόξυστον
βλεφαροσπάξ
βλεψίας
βλέψις
βλήδην
βλῆμα
βλής
View word page
βλεφαρίς
an eyelash
ShortDef
an eyelash
Debugging
Headword:
βλεφαρίς
Headword (normalized):
βλεφαρίς
Headword (normalized/stripped):
βλεφαρις
IDX:
17339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17340
Key:
Data
{'content': 'an eyelash'}