Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βλεννός
βλέννος
βλεννώδης
βλεπεδαίμων
βλέπησις
βλέπος
βλεπτέον
βλεπτικός
βλεπτός
βλέπω
βλεφαρίζω
βλεφαρικός
βλεφαρίς
βλεφαρῖτις
βλεφαροκάτοχος
βλέφαρον
βλεφαρόξυστον
βλεφαροσπάξ
βλεψίας
βλέψις
βλήδην
View word page
βλεφαρίζω
wink
ShortDef
wink
Debugging
Headword:
βλεφαρίζω
Headword (normalized):
βλεφαρίζω
Headword (normalized/stripped):
βλεφαριζω
IDX:
17337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17338
Key:
Data
{'content': 'wink'}