Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βλέννα
βλεννός
βλέννος
βλεννώδης
βλεπεδαίμων
βλέπησις
βλέπος
βλεπτέον
βλεπτικός
βλεπτός
βλέπω
βλεφαρίζω
βλεφαρικός
βλεφαρίς
βλεφαρῖτις
βλεφαροκάτοχος
βλέφαρον
βλεφαρόξυστον
βλεφαροσπάξ
βλεψίας
βλέψις
View word page
βλέπω
to see, have the power of sight
ShortDef
to see, have the power of sight
Debugging
Headword:
βλέπω
Headword (normalized):
βλέπω
Headword (normalized/stripped):
βλεπω
IDX:
17336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17337
Key:
Data
{'content': 'to see, have the power of sight'}