Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βλαψίφρων
βλεμεαίνω
βλέμμα
βλέννα
βλεννός
βλέννος
βλεννώδης
βλεπεδαίμων
βλέπησις
βλέπος
βλεπτέον
βλεπτικός
βλεπτός
βλέπω
βλεφαρίζω
βλεφαρικός
βλεφαρίς
βλεφαρῖτις
βλεφαροκάτοχος
βλέφαρον
βλεφαρόξυστον
View word page
βλεπτέον
one must look

ShortDef

one must look

Debugging

Headword:
βλεπτέον
Headword (normalized):
βλεπτέον
Headword (normalized/stripped):
βλεπτεον
IDX:
17333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17334
Key:

Data

{'content': 'one must look'}