Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βλασφημία
βλάσφημος
βλάττα
βλαύτη
βλαυτίον
βλαυτόω
βλάψις
βλαψίταφος
βλαψίφρων
βλεμεαίνω
βλέμμα
βλέννα
βλεννός
βλέννος
βλεννώδης
βλεπεδαίμων
βλέπησις
βλέπος
βλεπτέον
βλεπτικός
βλεπτός
View word page
βλέμμα
a look, glance

ShortDef

a look, glance

Debugging

Headword:
βλέμμα
Headword (normalized):
βλέμμα
Headword (normalized/stripped):
βλεμμα
IDX:
17325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17326
Key:

Data

{'content': 'a look, glance'}