Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βλαστολογέω
βλαστός
βλαστοφυέω
βλασφημέω
βλασφημία
βλάσφημος
βλάττα
βλαύτη
βλαυτίον
βλαυτόω
βλάψις
βλαψίταφος
βλαψίφρων
βλεμεαίνω
βλέμμα
βλέννα
βλεννός
βλέννος
βλεννώδης
βλεπεδαίμων
βλέπησις
View word page
βλάψις
a harming, damage
ShortDef
a harming, damage
Debugging
Headword:
βλάψις
Headword (normalized):
βλάψις
Headword (normalized/stripped):
βλαψις
IDX:
17321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17322
Key:
Data
{'content': 'a harming, damage'}