Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βλαστικός
βλαστοδρεπής
βλαστοκοπέω
βλαστολογέω
βλαστός
βλαστοφυέω
βλασφημέω
βλασφημία
βλάσφημος
βλάττα
βλαύτη
βλαυτίον
βλαυτόω
βλάψις
βλαψίταφος
βλαψίφρων
βλεμεαίνω
βλέμμα
βλέννα
βλεννός
βλέννος
View word page
βλαύτη
a kind of slipper
ShortDef
a kind of slipper
Debugging
Headword:
βλαύτη
Headword (normalized):
βλαύτη
Headword (normalized/stripped):
βλαυτη
IDX:
17318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17319
Key:
Data
{'content': 'a kind of slipper'}