Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βλαστητικός
βλαστικός
βλαστοδρεπής
βλαστοκοπέω
βλαστολογέω
βλαστός
βλαστοφυέω
βλασφημέω
βλασφημία
βλάσφημος
βλάττα
βλαύτη
βλαυτίον
βλαυτόω
βλάψις
βλαψίταφος
βλαψίφρων
βλεμεαίνω
βλέμμα
βλέννα
βλεννός
View word page
βλάττα
blatta, purple
ShortDef
blatta, purple
Debugging
Headword:
βλάττα
Headword (normalized):
βλάττα
Headword (normalized/stripped):
βλαττα
IDX:
17317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17318
Key:
Data
{'content': 'blatta, purple'}