Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βλάστημα
βλαστημός
βλάστησις
βλαστητικός
βλαστικός
βλαστοδρεπής
βλαστοκοπέω
βλαστολογέω
βλαστός
βλαστοφυέω
βλασφημέω
βλασφημία
βλάσφημος
βλάττα
βλαύτη
βλαυτίον
βλαυτόω
βλάψις
βλαψίταφος
βλαψίφρων
βλεμεαίνω
View word page
βλασφημέω
to drop evil

ShortDef

to drop evil

Debugging

Headword:
βλασφημέω
Headword (normalized):
βλασφημέω
Headword (normalized/stripped):
βλασφημεω
IDX:
17314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17315
Key:

Data

{'content': 'to drop evil'}