Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βλάσκει
βλαστάνω
βλαστάω
βλάστη
βλάστημα
βλαστημός
βλάστησις
βλαστητικός
βλαστικός
βλαστοδρεπής
βλαστοκοπέω
βλαστολογέω
βλαστός
βλαστοφυέω
βλασφημέω
βλασφημία
βλάσφημος
βλάττα
βλαύτη
βλαυτίον
βλαυτόω
View word page
βλαστοκοπέω
cut off young shoots

ShortDef

cut off young shoots

Debugging

Headword:
βλαστοκοπέω
Headword (normalized):
βλαστοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
βλαστοκοπεω
IDX:
17310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17311
Key:

Data

{'content': 'cut off young shoots'}