Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βλάπτω
βλάσκει
βλαστάνω
βλαστάω
βλάστη
βλάστημα
βλαστημός
βλάστησις
βλαστητικός
βλαστικός
βλαστοδρεπής
βλαστοκοπέω
βλαστολογέω
βλαστός
βλαστοφυέω
βλασφημέω
βλασφημία
βλάσφημος
βλάττα
βλαύτη
βλαυτίον
View word page
βλαστοδρεπής
plucked as young shoots

ShortDef

plucked as young shoots

Debugging

Headword:
βλαστοδρεπής
Headword (normalized):
βλαστοδρεπής
Headword (normalized/stripped):
βλαστοδρεπης
IDX:
17309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17310
Key:

Data

{'content': 'plucked as young shoots'}