Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βλαπτικός
βλάπτω
βλάσκει
βλαστάνω
βλαστάω
βλάστη
βλάστημα
βλαστημός
βλάστησις
βλαστητικός
βλαστικός
βλαστοδρεπής
βλαστοκοπέω
βλαστολογέω
βλαστός
βλαστοφυέω
βλασφημέω
βλασφημία
βλάσφημος
βλάττα
βλαύτη
View word page
βλαστικός
budding, sprouting

ShortDef

budding, sprouting

Debugging

Headword:
βλαστικός
Headword (normalized):
βλαστικός
Headword (normalized/stripped):
βλαστικος
IDX:
17308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17309
Key:

Data

{'content': 'budding, sprouting'}